μεταπέττευσις

μεταπέττευσις
μεταπέττευσις, -εως, ἡ (Μ) [μεταπεσσεύω]
μεταβολή, μετατροπή, αλλαγή («ἐπὶ ταῑς τῶν πραγμάτων μεταπεττεύσεσι καὶ ταῑς τῶν κρατούντων μεταθέσεσι», Νικ. Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”